μαραγκιάζω

μαραγκιάζω
μαράγκιασα, μαραγκιασμένος
1. μαραίνομαι, ξεραίνομαι: Αφήσαμε τα φρούτα έξω από το ψυγείο και μαράγκιασαν.
2. μτφ., γερνώ, χάνω τη φρεσκάδα μου: Μαράγκιασε από τα βάσανα.
3. μτβ., μαραίνω κάτι: Το κρύο μαράγκιασε τα λουλούδια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μαραγκιάζω — μαραγκιάζω, μαράγκιασα, μαραγκιασμένος βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μαραγγιάζω — και μαραγκιάζω 1. (για φυτά, άνθη και καρπούς) μαραίνομαι, ξεραίνομαι, χάνω τη θαλερότητα και τη φρεσκάδα μου 2. μτφ. χάνω την ευρωστία, τη ζωτικότητά μου, γερνώ 3. μαραίνω, ξεραίνω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μαραντιάζω < *μαραντός < μαραίνω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”