- μαραγκιάζω
- μαράγκιασα, μαραγκιασμένος1. μαραίνομαι, ξεραίνομαι: Αφήσαμε τα φρούτα έξω από το ψυγείο και μαράγκιασαν.2. μτφ., γερνώ, χάνω τη φρεσκάδα μου: Μαράγκιασε από τα βάσανα.3. μτβ., μαραίνω κάτι: Το κρύο μαράγκιασε τα λουλούδια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.